consunción - ορισμός. Τι είναι το consunción
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι consunción - ορισμός


consunción      
consunción      
sust. fem.
1) Acción y efecto de consumir o consumirse.
2) Extenuación, enflaquecimiento.
consunción      
consunción (del lat. "consumptio, -onis")
1 f. Acción y efecto de "consumir[se]" (*adelgazar o *desazonar[se]). Acabamiento, consumición.
2 *Tuberculosis pulmonar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για consunción
1. "Es la misma técnica que emplea la carcoma, ese minúsculo insecto que parece inofensivo pero echa las casas abajo". Porque para el líder de la oposición todo serán perjuicios para España: "Debilita al Estado hasta extremos de consunción y le impide velar por los intereses del conjunto; exalta la insolidaridad; nos hará más ineficaces dentro, y más irrelevantes fuera de ellas".
2. José Tono Martínez, comisario de la exposición de la Biblioteca Nacional y segundo director de La Luna ha comentado con un poso de ironía: "Cuando íbamos por los pueblos a anunciar la posmodernidad nos dábamos cuenta de que, en ocasiones, eran lugares a los que no había llegado siquiera la modernidad". Aquel desafío germinó en una explosión de libertad cuyo despliegue, por lealtad a su propio impulso, condujo a su consunción.
Τι είναι consunción - ορισμός